- περιπρακτορία
- περιπρακτορία, ἡ,A district for purposes of taxation, PMasp.9 ii 20 (vi A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περιπρακτορία — ἡ, Α περιοχή στην οποία ανήκε ο φορολογούμενος πολίτης, φορολογική περιφέρεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πρακτορία «το έργο τού πράκτορα, είσπραξη»] … Dictionary of Greek